λαιδρός

λαιδρός
λαιδρός
Grammatical information: adj.
Meaning: `bold, impudent, shamless' (hell. poet.: Call., Nic., Max.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Stemvowel and sufflx as in φαιδρός, αἰσχρός; on the αι-diphthong cf. also λαιός, σκαιός a. o. -- Krahe Corolla ling. 129ff. connects Messap.-Illyr. PN, e. g. Ledrus, Laidius, Σκερδι-λαΐδας, as well as the semantically unclear laidehiabas (adj. of Logetibas, s. on λαγχάνω), Po-laidehias; one connected further Lith. pa-láidas `los(e), free', pa-láida `licentiousness'; so λαιδρός prop. `los(e), elated'?. Diff. ablaut in Lith. léidziu, léisti `(let)free'; on the Baltic group s. Fraenkel Wb. s. v. - Diff. Solmsen KZ 44, 171 (WP. 2, 393); see on λαιμός. - Fur. 199 connects λατραβός, λαθροῦν, λαιθαρύζω, λαιθυράζω, λαδρέω: uncertain. Unknown, poss. Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,72

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαιδρός — λαιδρός, ά, όν (Α) θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστική λ., όπως δηλώνει το αι τού θ. (πρβλ. λαιός, σκαιός) και το επίθημα ρός (πρβλ. αισχρός, φαιδρός). Η λ. συνδέεται πιθ. με μεσσαπικά ιλλυρικά ανθρωπωνύμια Ledrus,… …   Dictionary of Greek

  • λαιδρός — bold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιδρότερον — λαιδρός bold adverbial comp λαιδρός bold masc acc comp sg λαιδρός bold neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιδρούς — λαιδρός bold masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιδρέ — λαιδρός bold masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιδρή — λαιδρός bold fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιδρήν — λαιδρός bold fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • λω — λῶ και, σπαν., λείω, άχρ. ασυναίρ. τ. λάω (Α) θέλω, επιθυμώ («άποθανεῑν οὐ λῶ», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *lēi «επιθυμώ, θέλω» (με ανώμαλο σχηματισμό στο θέμα) και να συνδεθεί με τους τ. λαιδρός*,… …   Dictionary of Greek

  • lē(i)-1 : lǝi- —     lē[i] 1 : lǝi     English meaning: to wish     Deutsche Übersetzung: “wollen”     Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”